- (ε)ξορκιστής
- (ε)ξορκιστήςοπου εξορκίζει τα πονηρά δαιμόνια, που κάνει εξορκισμούς (ξόρκια, μάγια): Σαν κάποιος μάγος κι εξορκιστής ο Δάσκαλος (Κ. Χρηστομάνος).ξορκιστήςοαυτός που κάνει ξόρκια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.